-
1 χαμ-ερπής
-
2 χαμ-εταιρίς
χαμ-εταιρίς, ίδος, ἡ, = χαμαιτύπ η, Hesych.
-
3 χαμ-ευνάς
-
4 χαμ-ευνέω
-
5 χαμ-ευνία
χαμ-ευνία, ἡ, das Liegen oder Schlafen auf der Erde.
-
6 χαμ-εύνιον
χαμ-εύνιον, τό, = Folgdm; χαμεύνια ἐξενεγκάμενοι ἐν τῷ ψύχει καϑηῦδον Plat. Conv. 220 d; Luc. asin. 51.
-
7 χαμ-εύνη
-
8 χαμ-εύνης
χαμ-εύνης, ὁ, der auf dem Boden schläft, Greg. Naz.
-
9 χαμ-ελαία
-
10 χαμ-ελαΐτης
χαμ-ελαΐτης, ὁ, οἶνος, mit χαμελαία angemachter Wein, Diosc.
-
11 χαμ-ουλκός
χαμ-ουλκός, ὁ, eine Maschine, Schiffe aus Land zu ziehen, Poll. 7, 191.
-
12 χάμ-ευνος
χάμ-ευνος, an der Erde oder am Boden schlafend, Max. Tyr.
-
13 χαμ'
-
14 χἄμ'
-
15 χαμούλκιον
χᾰμ-ούλκιον, τό, =Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαμούλκιον
-
16 хам
[χάμ] ουσ. α αναιδής -
17 хам
[χάμ] ουσ α αναιδής -
18 χαμαί
χᾰμ-αί, Adv.A on the ground,χ. ἧσθαι Od.7.160
;τὸν αὖ χ. ἐξενάριξε Il.11.145
;χ. ἐρχομένων ἀνθρώπων 5.442
, cf. Sapph.94, etc.;χ. τιθεὶς πόδα A.Ag. 906
;αἷμα μητρῷον χ. Id.Eu. 261
(lyr.), cf. Ar. Ach. 869, Eq. 155, Nu. 231, al.;θέντες χ. Hdt.4.67
;χ. καθίζοντες Pl. Criti. 120b
;χ. κείμενος IG22.1672.305
; of birds, ποιεῖν νεοττιὰν χ., opp. ἐπὶ δένδρου, Arist.HA 618a10.2 metaph., ἐσλὸν χ. σιγᾷ καλύψαι to bury in silence underground, Pi.N.9.7; χ. ἐρχόμενοι cleaving to earth, Luc.Herm.5, Icar.6;ὁ χ. βίος Metrod.Fr.38
.II = χαμᾶζε, to earth,ἐν κονίῃσι χ. πέσεν Il.4.482
;χ. βάλον ἐν κονίῃσι 5.588
, cf. Od.22.188, Il.4.526;ἐκ δίφροιο χαμαὶ θόρε 8.320
;μὴ χ. πεσεῖν
to the ground,E.
Med. 1170;οὐ χ. πεσεῖται ὅ τι ἂν εἴπῃς Pl. Euthphr. 14d
;ἔπτυσε χ. Ev.Jo.9.6
; alsoἐκβαλεῖν εἰς τὸ χ. AP11.89
(Lucill.). (Cf. Lat. humus, humi, Lith. ž[etilde]mė 'earth'.) -
19 χαμαίγειρον
χαμ-αίγειρον, τό,A = βήχιον, Ps.-Dsc.3.112.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαμαίγειρον
-
20 χαμελαία
χᾰμ-ελαία, ἡ,A spurge-olive, Daphne oleoïdes, Nic.Al.48, Dsc.4.171, Plin.HN15.24, 24.133.II = θυμελαία, Dsc.4.172.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαμελαία
См. также в других словарях:
χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… … Dictionary of Greek
χαμ(π)λός — ή, ό, Ν βλ. χαμηλός … Dictionary of Greek
Χαμ — Βιβλικό πρόσωπο, δευτερότοκος γιος του Νώε. Ο πατέρας του τον καταράστηκε, εξαιτίας της ανευλάβειάς του, να υποδουλωθεί, αυτός και οι απόγονοί του, στους Σημίτες. Οι απόγονοι του X., που λέγονται από το όνομά του Χαμίτες, ήταν, κατά το ι’… … Dictionary of Greek
χἄμ' — ἅμα , ἅμα at once doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαμίτες — Όρος που προέρχεται από τον βιβλικό πίνακα των γενεαλογιών των λαών (Γένεσις, κεφ. I) και αφορά τους απογόνους του Χαμ, γιου του Νώε. Ο όρος χρησιμοποιείται γενικά για να καθορίσει τους μη νεγρικούς πληθυσμούς που κατά τους αρχαίους χρόνους ήταν… … Dictionary of Greek
Χαναάν — Ονομασία που χρησιμοποιείται στη Βίβλο για να χαρακτηρίσει το έδαφος που υποσχέθηκε ο θεός στους απογόνους του Αβραάμ και που περιλαμβανόταν μεταξύ της Μεσογείου, της Νεκράς Θάλασσας, του ρου του Ιορδάνη και του Λιβάνου. H ονομασία είναι… … Dictionary of Greek
νώε — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν πατριάρχης, γιος του Λάμεχ και κατά την αφήγηση της Γένεσης, ο Ν. σώθηκε από τον κατακλυσμό, γιατί ήταν δίκαιος, κατασκευάζοντας κατ’ εντολή του Θεού μια κιβωτό όπου βρήκε άσυλο με την οικογένειά του και όλα τα είδη των ζώων … Dictionary of Greek
Ιάφεθ — Βιβλικό πρόσωπο, άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν γνωστός ως Ι. ο Δίκαιος. Αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ως ο τρίτος γιος του Νώε μετά τον Σημ και τον Χαμ. Για τον σεβασμό που έδειξε προς τον πατέρα του, όταν μεθυσμένος ο Νώε άρχισε να… … Dictionary of Greek
хам — I I – межд., передающее жадное поедание, хамкать есть , хамка собака , детская речь, звукоподражательное. Едва ли правильно сближение с шамать шептать (Ильинский, ИОРЯС 20, 4, 174), которое предполагало бы праслав. древность. II II, род. п. а… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Ham (son of Noah) — Ham (Cham) Children Cush Mizraim Phut Canaan Parents Noah Ham (Hebrew: חָם, Modern H̱am … Wikipedia
Ham (Bibel) — Ham (Hebräisch: חָם, Griechisch Χαμ, Aussprache: Cham) war laut dem Tanach und dem Altem Testament (Gen 9,24) der jüngste Sohn von Noach (Noah) und gilt als Stammvater der Hamiten. Inhaltsverzeichnis 1 Näheres 2 Der Fluch über Ham 3 Irische… … Deutsch Wikipedia